-
1 ἐκ
ἐκ, vor Vocalen ἐξ, doch zuweilen auch vor Consonanten, bes. σ in Inscr., wo vor β, δ, λ u. μ auch ἐγ geschrieben ist. Praeposit. c. genit. Im Allgemeinen das Ausgehen aus Etwas heraus bezeichnend: – 1) vom Orte, aus, von Etwas her, – a) zunächst bei Verbis der Bewegung, den Ausgangspunkt bezeichnend; ἐκ Πύλου ἐλϑὼν τηλόϑεν ἐξ ἀπίης γαίης Il. 1, 269, u. so bei allen Folgenden; ἐξ οἴκων μολεῖν Soph. Phil. 60; ἐξιέναι ἐκ γῆς εἰς φῶς Plat. Prot. 321 c; ἐκ τοῦ πεδίου ἀνέβησαν ἐπὶ γήλοφον Xen. An. 3, 4, 25; ἐκ νηῶν, ἐκ πόντοιο, von den Schiffen aus, Il. 8, 213 Od. 19, 375; auch übertr., μεταστρέψαι ἦτορ ἐκ χόλου, vom Zorn abwenden, Il. 10, 107. Auch hier stehen die Menschen oft für das Land, ἐκ τῶν πολεμίων ἐλϑεῖν Xen. Cyr. 6, 2, 9, vgl. An. 1, 7, 13; ἃ ἐκ τῶν Ταόχων ἔλαβον 4, 7, 17; ἐξ ἐμοῦ, aus meinem Hause, Ar. Par 1195; ἐκ τῶν γειτόνων, aus der Nachbarschaft, Lycurg. 21; Ar. Plut. 431. An σώζειν ἐκ τῆςδε γῆς, Soph. Phil. 524, schließt sich ἐκ πολλῶν ἔσωσας, El. 1348; ἐκ κακῶν πεφευγέναι, Ant. 833; παῦσον ἐκ κακῶν ἐμέ El. 975; κολώνης ἐξ ἄκρας νεόῤῥυτοι πηγαί 882; ἐκ φοινίας πληγῆς αἱμα Ai. 901; vgl. ἐξ ἀειρύτου χοὰς κρήνης ἔνεγκον O. C. 470; δύςνιπτον ἐκ δέλτου γραφήν Tr. 680; ἀμφίκλυστος ἐκ πόντου πέτρα Phil. 777, aus dem Meere hervorragend; ἐξ ἀγορᾶς ὠνεῖσϑαι Plat. com. Poll. 6, 103; ἐκ χρυσῶν φιαλῶν πίνειν, aus goldenen Schalen, Xen. Cyr. 5, 3, 3; ἐξ ὕπνου ἐγείρειν Il. 5, 413. – b) Eine eigenthümliche Kürze liegt in Ausdrücken wie ὁ ἐκ Βυζαντίου ἁρμοστὴς μέλλει ἥξειν Xen. An. 6, 2, 17, wie auch wir »der Harmost aus Byzanz wird kommen« sagen; ἁρπάζειν τὰ ἐκ τῶν οἰκιῶν, das, was im Hause ist, aus demselben rauben, plündern, Cyr. 7, 2, 5; τοὺς ἐκ τῶν πόλεων λαβεῖν An. 1, 2, 3; οἱ ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἔϑεον u. ä.; einfacher ist τὰ ἐκ τοῦ ἀγροῦ ὡραῖα 5, 3, 9; ἅπαντα τἀκ τῆς οἰκίας ἀπώλεσεν Philem. Stob. fl. 105, 50; οἱ ἐκ τῶν νήσων κακοῦργοι ἀνέστησαν ὑπ' αὐτοῦ, die Räuber auf den Inseln wurden von diesem verjagt, Thuc. 1, 8, vgl. 1, 105. 2, 5. 13. – Mit δέχου δὲ χειρὸς ἐξ ἐμῆς βέλη Soph. Phil. 1271 u. μεϑιέναι O. C. 910 ist zu vgl. οἱ ἐκ χειρὸς βάλλοντες, das sind ἀκοντισταί, Xen. An. 3, 3, 15; ἐκ χειρὸς χρῆσϑαι Cyr. 1, 2, 9, u. oft μάχεσϑαι u. ä. – c) Sehr häufig sind bes. bei den Geschichtschreibern die Bezeichnungen ἐκ δεξιᾶς, ἐξ ἀριστερᾶς u. ä., von der rechten Seite, die oft auch mit Verdis der Ruhe verbunden sind: ἐκ τοῦ ἔμπροσϑεν στῆναι Xen. Cyr. 2, 2, 6; οἱ ἐξ ἐναντίας 7, 1, 20; ἐκ μὲν τοῦ ἐπὶ ϑάτερα Plat. Prot. 314 e; τόπος ἀπότομος ἐκ ϑαλάττης, von der Meeresseite, Crit. 118 a; ἐκ μὲν ϑαλάττης τὴν Εὕβοιαν προβαλέσϑαι πρὸ τῆς Ἀττικῆς, ἐκ δὲ μεσογαίας τὴν Βοιωτίαν Dem. 18, 301. Vgl. πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ ϑαλάσσης, πολλὰ ἐκ χέρσου κακὰ γίγνεται ϑνητοῖς Aesch. Pers. 694; τοὺς ἱππέας ἐκ πλαγίου τάττειν τῶν Ἀϑηναίων, den Athenern in die Flanken stellen, Thuc. 7, 6; daher οἱ ἐκ τοῦ πλαγίου, die in der Flanke stehenden, Xen. Cyr. 7, 1, 20; – ἐξ ἀγχιμόλοιο ἰδεῖν, in der Nähe, Il. 24, 352; ἐκ πολλοῦ, πλείονος u. ä. φεύγειν, ἐκ τοσούτου διώκειν, von weitem, aus so weiter Entfernung, Thuc. 4, 129 Xen. An. 1, 10, 11 u. öfter; Hell. 4, 4, 10 An. 2, 21, 8; ἐκ τόξου ῥύματος καταλαβεῖν, von Bogenschußweite aus, An. 3, 3, 15; ἐξ ἀκοντίου βολῆς ᾕρουν Xen. Hell. 4, 5, 15; ἐξ ὄψεως μήκους Cyr. 4, 3, 16; ἐκ πολλοῠ προορᾶν 5, 4, 49; Sp., wie ἐξ εἴκοσι βημάτων, auf zwanzig Schritt, Plut. Demetr. 21. – d) die Bdtg außerhalb ist in ἐκ καπνοῠ κατέϑηκα Od. 19, 7 nur scheinbar, u. eine Kürze des Ausdruckes, aus dem Rauch wegtragen u. niederlegen; οὕτω τοι καὶ ἐγὼν ἐκ πατρίδος, sc. φεύγω, Od. 15, 222; von Streitern, ἄστεος ἐκ σφετέρου, fern von, Il. 18, 210; vgl. Her. 2, 142; ἐκ μέσου καϑῆσϑαι, sich aus der Mitte wegsetzen, 3, 83, wie ἐκ μέσου γίγνεσϑαι, Aesch. ep. 12, sich zurückziehen; bei Paus. 3, 14, 9 ist ἐκ τῆς πόλεως in ἐκτός von Sylburg geändert. – e) An kann es übersetzt werden in ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα, er hing die Leier an den Pflock, nämlich so, daß sie von diesem herabhing, Od. 8, 67; ἀνάπτεσϑαι ἔκ τινος, an Etwas anknüpfen, so daß das Band davon auszugehen scheint, 12, 51; ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας Il. 5, 322; μαχαίρας εἶχον ἐκ τελαμώνων 18, 598; τῆς δ' (ἀσπίδος) ἐξ ἀργύρεος τελαμὼν ἦν, an demselben, 11, 38; προςφυὲς ἔκ τινος, daran sitzend, Od. 19, 58. Man vgl. ἐκ τῶν ζωστήρων φορεῖν φιάλας Her. 4, 40, am Gürtel hangend, wie 9, 74; τὰ δρέπανα ἐκ τῶν ἀξόνων Xen. An. 1, 8, 10. So auch ἐκ χειρὸς λαμβάνεσϑαι u. ä., ἐκ σκήπτρου ὁδοιπορεῖν, an einem Stabe, Soph. O. C. 848; vgl. τοῖς τυφλοῖσι κέλευϑος ἐκ προηγητοῠ πέλει, die Blinden wandern an der Hand des Führers, Ant. 989; – die Uebersetzung auf in Verbindungen wie ἕλκεν νευρὴν – αὐτόϑεν ἐκ δίφροιο καϑήμενος, ἧκε δ' ὀϊστόν Od. 21, 420 ist nicht genau, es ist auch hier = von dem Sitze aus, dasitzend, wie auch bei Soph. Ant. 407 καϑἠμεϑ' ἄκρων ἐκ πάγων an das Hinabschauen vom Berge zu denken, wie Il. 14, 154 Ἥρη εἰςεῖδε –. στᾶσ' ἐξ Οὐλύμποιο u. Thuc. 3, 22 ᾔσϑοντο οἱ ἐκ τῶν πύργων, die auf den Thürmen Befindlichen bemerkten es von da aus, vgl. b). – Das Ausgehen von Etwas ist auch ein Absondern, Trennen von, aus, ἐκ δεσμῶν λυϑείς Aesch. Prom. 507. 874; so bes. ἐκ πάντων, aus Allen heraus, vor Allen, Il. 4, 96, wie ἐκ μὲν ἀλλάων ἁλιάων ἀνδρὶ δάμασσεν 18, 432; τὰν ἐκ πασᾶν τιμᾷς ὑπερταταν πόλεων Soph. Ant. 1124; ἐκ δὲ τῶν μάλιστ' ἐγώ O. C. 746, wie ἐκ πάντων μάλιστα Thuc. 2, 49 u. sonst; fast die Stelle des genit. partitivus vertretend, ἐκ πολέων πίσυρες, vier aus, von vielen, Il. 15, 680; ὅν ποτ' ἐκ πολλῶν ἐγὼ μόνον προςεῦρον πιστόν Soph. El. 1343; vgl. O. C. 70 Ant. 652 Tr. 731; μοῠνος ἐξ ἁπάντων Her. 5, 87; οὗτοι ἐσώϑησαν ἐκ τῶν ἀμφὶ τοὺς μυρίους Xen. An. 5, 3, 3; ἐκ πάντων προτιμᾶσϑαι Thuc. 1, 120; ἐκ πάντων τιμᾶν, vor Allen ehren, Her. 1, 134. – 2) In mannichfaltigen Verbindungen bezeichnet es den Ursprung, wobei immer an einen stetigen Zusammenhang des Abgeleiteten u. des Ursprünglichen zu denken ist: – a) den leiblichen Ursprung, sowohl den Vater als die Mutter bezeichnend; bei Hom. gew. ἔκ τινος εἶναι u. γενέσϑαι, vollständiger ἐξ ἐμοῠ γένος ἐσσί, du stammst von mir dem Geschlechte nach, Il. 5, 896; ὦ παῖ, πατρὸς ἐξ Ἀχιλλέος Soph. Phil. 260; ἐκ κείνου γεγώς Ai. 467; ἐξ ἧς ἔφυ γυναικός O. R. 458; Ai. 1268; μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου βλάστημα Aesch. Spt. 514; σέϑεν γὰρ ἐξ αἵματος γεγόναμεν Spt. 118; Plat. αὐτοί τε ἀγαϑοὶ καὶ ἐξ ἀγαϑῶν Phaedr. 246 a; αὐτὴ ϑνητὴ ἐκ ϑνητῶν Legg. X, 889 d; ἐκ γενναίων γαμεῖν Eur. Andr. 1280. – b) vom Vaterlande, ξένος μέν εἰμι Δαυλιεὺς ἐκ Φωκέων Aesch. Ch. 663; ὁ ἐξ Αἰτωλίας, = Αἰτωλός, Soph. El. 694; οἱ ἐκ τῆς Ἀσίας, die Perser, Isocr. 4, 82. Hieran reihen sich bes. bei Späteren Umschreibungen, οἱ ἐκ Μακεδονίας βασιλεῖς, die macedonischen Könige, Pol. 2, 40, 5; οἱ ἐκ τῆς συγκλήτου, die Senatoren 3, 97, 1; οἱ ἐκ τῆς πόλεως, die Bürger, 4, 71, 11. Geläufig war οἱ ἐξ Ἀρείου πάγου, Oratt. Man vgl. οἱ ἐκ τῆς διατριβῆς ταύτης Aesch. 1, 54; οἱ ἐκ τοῠ περιπάτου, die Peripatetiker, Luc. Hermot. 11; u. was sich weiter davon entfernt, ϑάπτειν τοὺς ἐκ τῶν πολέμων, die in den Kriegen Gefallenen, Thuc. 2, 34 (vgl. ἀνελόμενος τοὺς ἐκ τῆς ναυμαχίας Plat. apol. 32 b); οἱ ἐκ τῶν ὑποδεεστέρων, die Dürftigeren, 2, 89; οἱ ἐκ διπλασίων κτημάτων Plat. Legg. V, 743 b. – c) seltener zeigt es den Stoff an; ἐκ ξύλων ποιεῦντες τὰ πλοῖα Her. 1, 194; 3, 24; ἐκ πέτρας εἰργασμένος Aesch. Prom. 242; πίνοντας ἐκ κριϑῶν μέϑυ Suppl. 931; τὸ ἄγκιστρον εἶναι ἐξ ἀδάμαντος Plat. Rep. X, 616 c; στράτευμα ἐξ ἐραστῶν, aus Liebhabern bestehend, Xen. Conv. 8, 32. Man vgl. noch ἐκ ποταμοῦ νίζεσϑαι Od. 6, 224;. ἐκ χρημάτων τριήρεις παρασκευάζεσϑαι Plut. Them. 4; ἐκ τῶν ἰδίων (χρημάτων), aus eigenen Mitteln, Dem. 19, 229; ἐκ τῶν κοινῶν ταῖς ἰδίαις ἀπορίαις βοηϑεῖν Isocr. 12, 140; ζῆν ἔκ τινος, Xen. Hell. 3, 2, 11; τρέφειν τινὰ ἐκ τῶν ἰδίων, Isocr. 15, 152; vgl. unten f. – d) vom geistigen Ursprunge, innerem Antriebe, ἐκ ϑυμοῠ φιλεῖν, aus Herzensgrunde, Il. 9, 486, wie Bion. 4, 2; ἐξ ἔριδος μάχεσϑαι, in Folge des Streites, aus Haß, Il. 7, 111; Od. 4, 343; so Tragg., δακρυχέων ἐκ φρενός Aesch. Spt. 902; Ag. 532; ὁ ἐκ φρενὸς λόγος Ch. 105: ἐκ ποίου φρονήματος ἀτιμάζεις Suppl. 889; ἐξ εὐμενῶν στέρνων δέχεσϑαι τὸν ἱκέτην Soph. O. C. 487; οὐδὲν ἐκ σαυτῆς λέγεις El. 344, vgl. O. R. 528; ἐκ παντὸς τοῠ νοῦ Plat. Gorg. 510 b; ἐκ τῆς ψυχῆς φίλος Xen. An. 7, 7, 43; ἐκ τῆς ψυχῆς ἀσπάζεσϑαι Oec. 10, 4. – e) Ganz allgemein von der Veranlassung, von der Etwas ausgeht; μήνιος ἐξ ὀλοῆς, in Folge, wegen des Zorns, Od. 3, 135; ἐξ ἀρέων κεχολωμένος Il. 9, 566; ἀρϑεὶς νεικέων ἐξ ἀμφιλόγων Soph. Ant. 111; ἐκ τέχνης κακῆς πράσσειν Phil. 88; vgl. Plat. Tim. 33 d; ἐξ ἀβουλίας πεσεῖν Soph. El. 390; ἐκ φόβου γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχω Ant. 180; παλαιῶν Ἄρεος ἐκ μηνιμάτων Eur. Phoen. 914. Dah. ἐκ τίνος ἐπλήγης; weshalb. Xen. An. 5, 8, 4; vgl. ἐκ διαβολῆς, ἐξ ὑποψίας, 2, 5, 5; ἀγαϑὸς ἐκ πολυμαϑίας γενόμενος Plat. Legg. VII, 811 a, wie ἐκ τέχνης ποιητὴς ἐσόμενος Phaedr. 245 a; ἔπαινον εἴληφεν ἔκ τινος Legg. I, 625 a; ἐκ τοιᾶςδε προφάσεως Critia. 120 d; ἄχϑεσϑαι ἔκ τινος Rep. VIII, 549 d; ἐξ ὑποβολῆς Xen. Cyr. 3, 3, 37; ἀρέσκειν ἔκ τινος Conv. 4, 57; μισεῖν ἐκ τῶν ἐγκλημάτων Dem. 1, 7; ἐκ τῆς βουλῆς 24, 63; μηδεὶς ἐκ τριηραρχίας ὑπάρξει ἀτελής 20, 20; ἐλπίδας ἔχειν ἔκ τινος Thuc. 1, 84; ἐξ εὐεργεσιῶν εὐμενῶς διατεϑείς Isocr. 4, 28. Vgl. noch τὰ ἐξ ἀδικίας κέρδη Plat. Rep. II, 366 a; οἱ ἐκ τοῠ ἀδίκου φιλοκερδοῠντες Xen. An. 1, 9, 16; Cyr. 8, 8, 18; ἐκ τοῦ δικαίου Hell. 6, 5, 16; κτᾶσϑαι Lys. 19, 9. Aehnlich πῶς ἔχει ἐκ τοῦ τραύματος, in Folge, d. i. nach den Wunden, s. unten Xen. Cyr. 5, 4, 10. Häufig so auch von Personen, ἐκ ϑεό φιν πολεμίζειν, auf Antrieb der Götter, Il. 17, 101; ἐξ ἀνδρῶν τλῆμεν, auf Anlaß der Männer, 5, 384; τιμὴ ἐκ Διός ἐστιν 2, 197; vgl. Hes. O. 30; ὄναρ ἐκ Διός, ein vom Zeus veranlaßter Traum, Il. 1, 63; ἐκ Διὸς πάσχω κακῶς Aesch. Prom. 761; πᾶσαι τέχναι βροτοῖσιν ἐκ Προμηϑέως 504; ἄτιμοι ἐκ ϑεῶν Ag. 997; vgl. ὕμνος ἐξ Ἐρινύων Eum. 327; τὰ ἐκ προτέρων ἀμπλακήματα 894; ἐξ ἐμοῠ κτήσει χάριν Soph. Phil. 1356; ἐπαίνου ἔκ τινος τυχεῖν Ant. 665; Tr. 449; τὰ ἐκ ϑεῶν τρέμοντες O. C. 257, den Götterspruch; ἡ ἐκ σοῦ δυσμένεια, dein Uebelwollen, El. 619; ἀπιστία ἔκ τινος Xen. An. 7, 7, 30; ὁ ἐκ τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς βαρβάρους φόβος, von den Hellenen ausgehend, veranlaßt, 1, 2, 18; ψόφος ἔκ τινος Thuc. 3, 22; σωτηρία ἔκ τινος, durch Einen bewirkte Rettung, Plat. Rep. VIII, 494 a; τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα Her. 2, 148; ἡ ἐκ τῶν Ἑλλήνων εὔνοια Pol. 3, 6, 13; ἡ ἐκ τούτου πρᾶξις 9, 29, 7; ἡ ἐκ τῆς πονηρίας αἰσχύνη, ἡ ἐκ τοῠ δανείζεσϑαι ἀμηχανία, Plut. vit. aer. al. 6. Daher steht ἐκ sogar bei passivis für ὑπό, Hom. ἐφίληϑεν ἐκ Διός Il. 2, 669; τετίμηται ἐκ παίδων Od. 7, 70; Τρώεσσι δὲ κήδε' ἐφῆπται ἐκ Διός Il. 2, 69; ἐκ φίλων κρατηϑείς Aesch. Spt. 322; ἐκ ϑεῶν δοϑείς Eum. 470; ἐκ βασιλέως δεδομένος Her. 8, 114; Xen. An. 1, 1, 6; ἐκ ϑεῶν δωρηϑέν Plat. Tim. 47 b. So bei tödten, umkommen, δαμεὶς ἐκ χερος Φοίβου Aesch. Ag. 1501; Soph. Phil. 335; ϑανεῖν Tr. 1123; ἀνδρὸς ἐκ τίνος διώλετο O. R. 225; ὀλοίμην ἐκ ϑεῶν Ch. 1000; vgl. ὡς ἔρις ἔκ τε ϑεῶν ἔκ τ' ἀνϑρώπων ἀπόλοιτο Il. 18, 107; σφαγεὶς ἔκ τινος Eur. I. T. 552. Oft bei Her.; τὸ ποιηϑὲν ἐκ Ψαμμητίχου 2, 151; 3, 14; λεχϑέντα ἐξ Ἀλεξάνδρου 7, 175. Seltener bei den Attikern; τὰἐξ ἐμοῠ πραχϑέντα Antiph. II δ 1; ἐκ τῶν συνειδότων μεμηνῠσϑαι Thuc. 1, 20; ἐκ τῶν κινδυνεύειν ἐϑελόντων ὠφελεῖσϑε Lys. 16, 18; ἐξ ὑμῶν ἐλέγχονται Is. 6, 57; ἐξ ἁπάντων ἀμφιςβητήσεται Plat. Theaet. 171 b; ὁ μῠϑος ἐκ παλαιῶν ἰερέων εἴρηται Legg. IX, 872 e; ἐκ τῶν τυχόντων ἀνϑρώπων συνοικισϑεῖσα Lycurg. 62. Zu vergleichen sind aber ἐκ βασιλέως καϑεστηκώς Xen. Cyr. 8, 6, 9, φεύγειν ἐξ Ἀρείου πάγου, durch den Areopag verbannt werden, Din. 1, 44. Bei Tragg. findet sich noch ἄρχεσϑαι ἔκ τινος, Soph. Ant. 63; Eur. Hel. 1030; ἐχϑαρεῖ ἐξ ἐμοῠ, Soph. Ant. 93; ταῦτ' ἐξ Ἀλεξάνδρου ἔργα, Phil. 404; γελᾶσϑαι ἔκ τινος, Eur. Med. 797. Oft bei Aesch. u. A. δέχεσϑαι, ἑλεῖν, λαβεῖν ἐκ χερῶν, s. d. verba (πλουτεῖν ἔκ τινος Dem. 21, 189), wie κλύειν, ἀκούειν ἔκ τινος u. ä. – f) in manchen Verbindungen steht es dem dat. od. adverbialen Bestimmungen gleich; ὑψόσε δ' ἄχνη σκί. δναται ἐξ ἀνέμοιο ἰωῆς Il. 11, 307; so ἐκ βίας = βίᾳ, Soph. Phil. 559 u. öfter; ἐξ ἀνάγκης od. ἐξ ἀναγκαίας τύχης, 73 El. 48; Plat. Phileb. 22 b; vgl. ἐξ ἀνάγκης ἐστί μοι ποιεῖν τι, Antiphan. bei Ath. VI, 224 c; vgl. Plat. Soph. 256 d; ἐκ τῶν δυναμένων Gorg. 525 c; ἐκ τῶν λόγων καὶ ἔργων χαρίζεσϑαι, mit Wort u. That, Phaedr. 931 c; ἐκ δόλου, listig, Soph. El. 271; σίδηρος ὀπτὸς ἐκ πυρός Ant. 471; ἐκ τόξων ἀνύειν γαστρὶ φορβάν Phil. 702; ὑπερχλιδῶντες ἐκ γλώσσης κακῆς Tr. 208; βέβηκε ἐξ ἀκινήτου ποδός 872; u. wo das Ausgehen deutlicher hervortritt, ὀδύρομαι ὡς ἐκ στομάτων O. R. 1218; ἐκ τοῦ ἐμφανοῠς, ἐκ τοῠ φανεροῦ, = φανερῶς, Her. 3, 150; Xen. Cyr. 1, 6, 41; Isocr. 4, 147 u. A.; ἐξ ἀπροςδοκήτου, ἀέλπτου, Her. 7, 204. 1, 111; ἐξ ἴσου, 7, 135, τιμᾶν, ἀκούειν ἀμφοτέροιν, auf gleiche Weise, Aesch. Suppl. 400 Dem. 29, 4 Aesch. 1, 28, wie ἐκ τῶν ὁμοίων, Ag. 1397; οὐκ ἐξ ἴσου ἐσμέν, wir stehen nicht gleich, Xen. An. 3, 4, 47; ἐξ ἑτοίμου ἀκοντίζειν Cyr. 8, 5, 12; ἐξ ἑτοιμοτάτου, 5, 3, 57; vgl. ἐκ τῆς ἰϑείης, νέης, ὑστέρης, Her. 3, 127. 5, 116. 6, 85; ἐξ ἐπιβουλῆς Xen. An. 6, 2, 7. – 3) Hieran reiht sich die Bdtg gemäß, d. i. von Etwas ausgehend und durch Etwas veranlaßt; ἔκρινα ἐξ ὀνειράτων ἃ χρὴ ὕπαρ γενέσϑαι Aesch. Prom. 483; ἐκ τῶνδε, demgemäß; ἐξ ὧν σὺ λέγεις ἔοικε Plat. Prot. 313 c; ἀδύνατον ἐκ τῶν ὡμολογημένων, nach dem, 358 e; ἐξ ὧν ἀκούω κρίνω Xen. An. 1, 10, 28, wie ἐκ τῶν ἔργων Cyr. 2, 2, 21; ἐκ τῆς ὄψιος τοῠ ὀνεί. ρου Her. 2, 152; ἐξ ὧν ἐγὼ ἀκοῇ αἰσϑάνομαι Thuc. 6, 17; ἐξ ὦν ᾔσϑημαι Plat. Phaed. 61 c; ἐκ τῶν λόγων καὶ τῶν ἔργων χαρίζεσϑαι 231 c, vgl. 243 d; ἐκ τῆς νικώσης πάντα ἔπραττον, nach Stimmenmehrheit, Xen. An. 5, 9, 18, wie ἐκ τῶν λεγομένων καὶ μαρτυρουμένων ψηφίζεσϑαι Dem. 46, 4. Häufig bei Rednern αἱ ἐκ τῶν νόμων ζημίαι, τιμωρίαι, δίκη, ἐπιτίμια, die gesetzmäßigen, gesetzlichen, z. B. Dem. 58, 8. 18, 13. 19, 281; Lycurg. 4, 8; ἡ ἐκ τοῠ νόμου ἀρά Dem. 19, 70; vgl. τόδ' ἐκ νόμων σέβας Aesch. Eum. 92; ἐκ κελεύσματος Pers. 389; ἐκ τοῠ δικαίου Pol. 15, 22, 1; μηδέποτε ἐκ λόγου σκοπεῖσϑαι, vernunftgemäß, Dem. 25, 42; ἐκ τῶν παρόντων, der gegenwärtigen Lage, den Umständen gemäß, Thuc. 3, 29; Xen. An. 3, 2, 3 u. Folgende, wie Plat. Alc. 38; ὡς δυνατὸν ἐκ τοῠ τοιούτου τρόπου, bei einem solchen Charakter, Xen. An. 2, 6, 8; vgl. Ar. Th. 99; anders ἐκ τρόπου τοιοῠδε, auf folgende Weise, Lys. 13, 7, wie μαστεύουσι ζῆν ἐκ παντὸς τρόπου Xen. An. 3, 1, 43; Thuc. 6, 92. 8, 66; – ἐξ ὀνόματος προςαγορεύειν, mit Namen, Plut. Crass. 3. – 4) Eine Zeitfolge, bes. ἐξ οὗ, ἐκ τοῠ, ἐκ τούτου, seitdem, Il. 1, 493. 8, 295; bei allen Folgenden sehr gewöhnlich; ἃ 'κ τῶνδε δράσω Soph. O. R. 235. Bestimmter ἐκ γενετῆς, von Geburt an, Il. 24, 535; ἐκ νεότητος ἐς γῆρας 14, 86; bei Attikern bes. ἐκ τῶν παίδων, auch ἐκ νέων εὐϑύς, Plat. Legg. I, 642 h; ἐκ μικροῦ παιδαρίου αὐτὸν ἔϑρεψε Dem. 53, 19; ἐκ πολλοῠ χρόνου Plat. Men. 234 e; ἐκ τριῶν ἐτέων προετοιμάζετο Her. 7, 22; ἐξ ἦρος εἰς ἀρκτοῠρον Soph. O. R. 1137; ἐξ ἕω, vom Morgen an, Ar. Eccl. 85; ἐκ τοῦ ἀρίστου Xen. An. 4, 6, 21, gleich nach dem Frühstück; ἐξ ὀλίγων ἡμερῶν, auch ἐξ ὀλίγου λέγειν, nach Vorbereitung weniger Tage sprechen, Lys. 2, 1; ἐξ ἀρχῆς, von Anfang an, zuerst, Hom. u. alle Folgdn; ἐκ παλαιοῠ u. ἐκ παλαιτάτου, schon längst, ἐκ τοῠ λοιποῠ χρόνου, Dem. 59, 46. Uebh. drückt es die unmittelbare Zeitfolge aus, ἐκ πολλῆς ἡσυχίας, nach langer Ruhe, Her. 1, 86; ἐκ τῶν πρόσϑεν δακρύων γελᾶν Xen. Cyr. 1, 4, 28, gleich nach dem Weinen lachen; ἐπειδή μ' ἐκ τοῦ πόνου ὁ ὕπνος ἀνῆκεν Plat. Prot. 310 d; Phaedr. 251 a; vgl. ἔπειτα ἐκ τούτων τρίτον Phil. 27 b, nach diesem den dritten; womit sich wieder die Bdtg. in Folge verbindet in ἐκ τρωμάτων ϑνήσκειν Her. 2, 63; ἐξ ἧς μάχης ἐμοὶ τἀριστεῖα ἔδοσαν οἱ στρατηγοί, nach und in Folge welcher Schlacht, Plat. Conv. 220 d. Daran reiht sich – a) das Uebergehen aus einem Zustande in einen andern, κάλλιστον ἦμαρ εἰςιδεῖν ἐκ χείματος, nach dem Sturm, Aesch. Ag. 874; τυφλὸς γὰρ ἐκ δεδορκότος Soph. O. R. 454, blind aus einem sehenden, nachdem man sehend gewesen; λευκὴν ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα Ant. 1080; ἐκ τοιούτου ϑῆλυς εὕρημαι Tr. 1064; ἐκ σμικρῶν εἰς τυραννίδα ἀφικέσϑαι Eur. Hel. 1030; ὑπὸ στέγαισί τε οἵαισι ναίω, βασιλικῶν ἐκ δωμάτων, nachdem ich km Palast gewohnt, El. 306; τὰ καινὰ ἐκ τῶν ἠϑάδων ἡδίον' ἐστίν Cycl. 250: χρήσιμον ἐξ ἀχρήστου ποιεῖν Plat. Rep. VII, 530 c; λύκος ἐξ ἀνϑρώπου γενέσϑαι VIII, 566 a; ἐξ ἐλάττονος ὄντος πρότερον ἔπειτα μεῖζον γίγνεσϑαι Phaed. 70 e; ἐλεύϑερος ἐκ δούλου καὶ πλούσιος ἐκ πτωχοῠ γεγονώς Dem. 18, 131; Xen. An. 7, 7, 28 u. A., wo überall auch der Ausgangspunkt durch ἐκ bezeichnet ist. – b) das unmittelbare Aufeinanderfolgen, daher Ausdruck der Häufung; ἐξ ἡμέρης ἐς ἡμέρην ἀναβάλλειν, von Tag zu Tag, Her. 9, 8; ξενίζουσ' ἡμέραν ἐξ ἡμέρας Henioch. Stob. fl. 43, 27; δέχεται κακὸν ἐκ κακοῠ Il. 19, 290; πόλιν ἐκ πόλεως, Stadt vor Stadt, Plat. Soph. 224 b; χεὶρ ἐκ χειρός Aesch. Ag. 1109; ἀεί τιν' ἐκ φόβου φόβον τρέφω, eine Besorgniß nach der andern, Soph. Tr. 28; μόχϑος ἐκ μόχϑων Eur. I. T. 191; ἐλπίδες ἐξ ἐλπίδων Dem. 19, 18; ἄλλον ἐξ ἄλλου τύραννον μεταβάλλειν Plut. Timol. 1.
Adverbium : ἐκ δ' ἀργύρεον τελαμῶνα, daran, Il. 18, 480. Bei Soph. Tr. 1042 ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας – ἐκ δὲ χλωρὸν αίμά μου πέπωκεν u. ähnlichen Ausdrücken pflegt man eine Tmesis anzunehmen. – Man vgl. διέκ, παρέκ, ὑπέκ.
Bei Hom. u. andern Ep. wird ἐκ durch mehrere Wörter von seinem Genitiv getrennt, wie man wenigstens Fälle, wie ἐκ δ' ἔβαλ' ἵππων Il. 11, 109 erkl.; bei denselben wird es auch nicht selten dem casus nachgesetzt, z. B. τῆς δ' ἐξ ἀργύρεος τελαμὼν ἦν Il. 11, 38, in welchem Falle es am Ende des Verses, 14, 472 Od. 17, 518, oder wo noch ein genitiv folgt, wie Il. 5, 865 καύματος ἒξ ἀνέμοιο δυςαέος ὀρνυμένοιο, den Accent bekommt.
In der Zusammensetzung bedeutet es – 1) die Entfernung heraus, weg, z. B. ἐκβάλλω, ἔξειμι u. ä. – 2) den Ursprung, ἔκγονος. – 3) Vollendung, ein Herausarbeiten, ἐκβαρβαρόω, ἐξοπλίζω, ἐκπικρος.
-
2 σύνταξις
A putting together in order, arranging, esp. of soldiers, τοῦ στρατεύματος σ. ποιήσασθαι array in battle-order, Th.6.42, cf. X.Cyr.2.4.1, Arist.Pol. 1322a36; ἡ στρατιωτικὴ ς. X.Cyr.8.1.14;ἄνευ συντάξεως ἄχρηστον τὸ ὁπλιτικόν Arist.Pol. 1297b19
.2 generally, system, arrangement, organization, Pl.R. 462c, 591d, Ti. 24c; ἡ συσταθεῖσα ς. its organization, of the Assyrian empire, Id.Lg. 685c;τῆς πολιτείας Arist.Pol. 1325a3
; ὅλον τὸν τρόπον τῆς ς. (of the symmoriae) D.14.17; σ. μίαν εἶναι τὴν αὐτὴν τοῦ τε λαμβάνειν καὶ τοῦ ποιεῖν τὰ δέοντα one and the same system or rule for.., Id.1.20, cf. 13.9;ἡ σ. τοῦ βίου Alex.162.10
; the order or system of the world, Sosip.1.31; τῶν ὅλων, as a definition of εἱμαρμένη, Chrysipp.Stoic.2.293;σ. βιβλιοθήκης Str.13.1.54
: also concrete,εἰς τὰς σάρκας καὶ τὴν ἄλλην σ. τῶν μερῶν Arist.Mete. 355b10
; συντάξιες [ἁρμονίης] musical modes, Hp.Vict.1.18, cf. Artemoap.Ath.14.636e; ἡ σ. τοῦ ἐνιαυτοῦ the composition or system of the year, the calendar year, OGI 56.43 (Canopus, iii B.C.); ἡ σ. τοῦ περιθύρου the framework, structure, Ephes.4(1) No.28 (v A.D.).b ἐκτὸς κοινῆς συντάξεως, = extra ordinem, of admission of envoys to the Senate, Supp.Epigr.3.378B18 (Delph., Roman law, ii/i B.C.).3 composition, but more freq. concrete, systematic treatise, Arist.Rh.Al. 1446a34, Plb.1.3.2, 1.4.2, al., Hipparch.1.1.8, Phld.Rh.1.130 S., D.H.Comp.4, Str.1.1.23; collection of treatises, composite volume, D.L.7.190 sqq.: pl., Ptol.Tetr. 16, Gal.19.200; rules for construction, Ph.Bel.55.18: but ἡ τοῦ μεγέθους ς. the scale, ib.57.10.4 grammatical putting together of words, syntax, περὶ τῆς σ. τῶν λεγομένων, title of work by Chrysipp., Stoic.2.6, cf. Plu.2.731f (pl.);τὴν σ. τῶν ὀνομάτων Gal.16.736
, cf. 720; περὶ συντάξεως, title of work by A.D.; but also, compound forms, Id.Conj.214.7; ποιεῖσθαι μετά τινος τὴν ς. ib.221.19; also, rule for combination of sounds or letters, τὸ χ (in δέγμενος)εἰς γ μετεβλήθη, τῆς σ. οὕτως ἀπαιτούσης EM252.45
, cf. Luc.Jud. Voc.3; also, connected speech, ἐν τῇ σ. ἐγκλιτέον Sch.Il.16.85.II = σύνταγμα, body of troops, ἡ εἰς τοὺς μυρίους ς. their contingent towards.., X.HG5.2.37; σ. Ἑλληνική the combined forces of Greece, Plu.Arist.21.2 covenant, previous arrangement,ἐκ τῶν Πατρῶν κατὰ τὴν σ. ἔπλει Plb.5.3.3
; κατὰ τὴν τοῦ Ἀριανοῦ ς. at the time and place arranged by A., Id.8.16.5;ὥσπερ ἀπὸ συντάξεως ἥκοντας τὴν αὐτὴν λέγειν γνώμην Plu.2.813b
; ordinance or resolution, SIG577.8 (Milet., iii/ii B.C.).3 assigned impost, tribute, levy, D.5.13; χρημάτων ς. Id.18.234; κοινωνεῖν τῆς ς. Aeschin.3.96;σ. ὑποτελεῖν Isoc.7.2
;διδόναι Id.8.29
, D.58.37, cf. Theopomp.Hist. 92, OGI1.14 (Epist. Alex. Magni);κατ' ἄνδρα τελούντων σύνταξιν PTeb.103.1
(i B.C.), cf. 189 (i B.C.); ὑφίσταται τοῦ ζυτοπωλίου.. σ. δώσειν εἰς τὸ βασιλικὸν τὴν ἡμέραν κριθῶν (ἀρταβῶν) ιβ, i.e. undertakes to deliver the product (in beer) of 12 artabae of barley per day, PCair.Zen.199.4 (iii B.C.), cf. PPetr.3pp.219,221 (iii B.C.), PRev.Laws47.1,48.13 (iii B.C.), PLille9.7 (iii B.C.); λαϊκὴ σ., = λαογραφία, PMich.Teb. 121r11 viii 2 (i A.D.).4 subvention, pension, D.8.21,23 (pl.), Plu.Alex.21, Luc.2;συντάξεις τῶν ἀναγκαίων D.S.1.75
;εἰς τὰς συντάξ<ε>ις ἱερῶν PTeb.5.54
(ii B.C.), cf. UPZ40.6 (ii B.C.), PSI 10.1151.9 (ii A.D.); pay of soldiers and officers, PStrassb.105.2 (iii B.C.), D.S.5.46, Luc.DMeretr.15.3; salary of a barber, PEnteux. 47.3 (iii B.C.); of the librarian of the Museum,σ. βασιλική Ath.11.493f
.5 ὅσοι.. ἐν συντάξει ἔχουσιν κώμας καὶ γῆν, i.e. those who hold land in assignment, i.e. are in receipt of revenue from land (without themselves administering it), PRev.Laws43.12 (iii B.C.), cf. PTeb.705.6 (iii B.C., restd.); ὁ ἐπὶ τῆς ς. the official administrator of land so granted, PCair.Zen.73.11 (iii B.C.);ὁ ἐπὶ συντάξεως PLille 4.24
(iii B.C.);ἀπαιτούμεθα τὸν τῆς σ. στέφανον BGU1851.3
(i B.C.); τῶν φερομένων ἐν τῇ τῶν μαχίμων ς. reckoned in the assignment to the μάχιμοι, PTeb.60.27 (ii B.C.); ὁ πρὸς τῇ σ. τῶν κατοίκων ἱππέων ib.31.6 (ii B.C.); ὁ πρὸς ταῖς ς. PRein.7.29 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνταξις
-
3 φαντασία
A appearing, appearance, = τὸ φαίνεσθαι, πάντες ἐφίενται τοῦ φαινομένου ἀγαθοῦ, τῆς δὲ φ. οὐ κύριοι do not control the appearing, Arist.EN 1114a32; usu. with less verbal force, appearance, presentation to consciousness, whether immediate or in memory, whether true or illusory,φαίνεται μὲν ὁ ἥλιος ποδιαῖος, ἀντίφησι δὲ πολλάκις ἕτερόν τι πρὸς τὴν φ. Id.Insomn. 460b19
; ἡ τοῦ γάλακτος φ. the appearance of the milky way, Id.Mete. 339a35;ἡ τοῦ προσώπου φ. Phld.Acad.Ind. p.50
M.; esp. of visual images, ἐπεὶ ἡ ὄψις μάλιστα αἴσθησίς ἐστι, καὶ τὸ ὄνομα ἀπὸ τοῦ φάους εἴληφεν [ἡ φ.] Arist. de An. 429a2; κατοπτρικὴ φ. image reflected in a mirror, Placit.3.1.2; also of other sense=perceptions, φ. καὶ αἴσθησις ταὐτὸν ἔν τε θερμοῖς καὶ πᾶσι τοῖς τοιούτοις appearance is the same as perception, whether we are talking of hot things or of anything else like them, Pl.Tht. 152c, cf. Chrysipp.Stoic.2.21;ταῦτα ἔστι μέν τι, ἀλλ' οὐχ ὧν ἐμποιεῖ τὴν φ. Arist.Metaph. 1024b24
;ἡ φ. ἐστὶν αἴσθησίς τις ἀσθενής.. κἂν τῷ ἐλπίζοντι ἀκολουθοῖ ἂν φ. τις οὗ ἐλπίζει Id.Rh. 1370a28
;αἱ [αἰσθήσεις] ἀληθεῖς ἀεί, αἱ δὲ φ. γίνονται αἱ πλείους ψευδεῖς Id.de An. 428a12
;φ. ἀληθεῖς ἁπάσας Epicur.Fr. 254
;ἀπελθόντων τῶν αἰσθητῶν ἔνεισιν αἱ αἰσθήσεις καὶ φ. ἐν τοῖς αἰσθητηρίοις Arist. de An. 425b25
; διὰ τὸ ἐμμένειν [τὰς φ.] καὶ ὁμοίας εἶναι ταῖς αἰσθήσεσι ib. 429a5;τῆς αἰσθήσεως ἀλλοιουμένης ἐξ ἧς γίνεσθαι τὴν φ. Thphr.Sens.63
;ἐλέγχειν τὰς ἀλλήλων φ. καὶ δόξας Pl.Tht. 161e
; freq. in later Philos. esp. in meaning psychic image, Epicur.Ep.1p.12U., S.E.M.7.152, M.Ant.4.24, al.; defined asτύπωσις ἐν ψυχῇ Chrysipp.Stoic.2.23
;φ. καταληπτική Zeno Stoic. 1.17
, etc.; [φ. κ.] ἢν κριτήριον εἶναι τῶν πραγμάτων φασί, τὴν γιγνομένην ἀπὸ ὑπάρχοντος κατ' αὐτὸ τὸ ὑπάρχον ἐναπεσφραγισμένην Stoic. 2.21
, cf. 26, al.; διανοητικαὶ φ. mental images, Cic.Fam.15.16.1;νυκτεριναὶ φ. Phlp.
in de An.486.13, cf. Gp.12.17.15; apparition, Arist.Mir. 846a37.b less scientifically, appearance, ἐμποιοῦντα τὴν φ. (sc. τοῦ ἐλέγχειν) Id.SE 165b25;τὸ παράδοξον τῆς τῶν ζῴων φ. Plb. 3.53.8
, cf. 5.48.9, App.BC4.102, Hann.15;κατὰ τὴν πρώτην φ. Plb.11.27.7
; συναύξειν τὴν φ. [τῆς νίκης] Id.16.8.3;δουλεύοντες τῇ τῶν ἐκτὸς φ. Id.30.19.4
;φ. ποιεῖν καὶ προσδοκίαν Id.18.10.7
, cf. 14.2.4; ζῷα.. μέχρι φ. φαινόμενα (in a conjuring trick) Cels. ap. OrigenesCels.1.68;κατὰ τὴν πρόχειρον οὑτωσὶ φ. Gal.6.105
, cf. 15.17,115, 19.206;τῶν ἀπεπτούντων ἐνίοις φ... γίνονται Id.18(2).73
, cf. 71, al.2 imagination, i.e. the re-presentation of appearances or images, primarily derived from sensation (cf.αἴσθησις 11
), ὅταν μὴ καθ' αὑτὸ ἀλλὰ δι' αἰσθήσεως παρῇ τινι τὸ τοιοῦτον αὖ πάθος (sc. δόξα) ἆρ' οἷόν τε ὀρθῶς εἰπεῖν ἕτερόν τι πλὴν φ.;.. φαίνεται δὲ ὃ λέγομεν (i.e. φαντασία)σύμμειξις αἰσθήσεως καὶ δόξης Pl.Sph. 264a
, 264b;οὐδὲ δόξα μετ' αἰσθήσεως οὐδὲ δι' αἰσθήσεως οὐδὲ συμπλοκὴ δόξης καὶ αἰσθήσεως φ. ἂν εἴη Arist. de An. 428a26
; ἡ φ. καθ' ἣν λέγομεν φάντασμά τι ἡμῖν γίγνεσθαι ib. 428a1;ἔστι δὲ φ. ἡ ὑπὸ τῆς κατ' ἐνέργειαν αἰσθήσεως γινομένη κίνησις Id.Insomn. 459a17
, cf. de An. 429a1; εἰ ἔστι καὶ τοῦτο [τὸ νοεῖν] φ. τις ἢ μὴ ἄνευ φ. ib. 403a8; c. gen.,μέλλοντος κακοῦ Id.Rh. 1382a21
, cf. 1370a30, b33, al.;αἰσχροῦ φ. Cic.Att.9.6.5
; alsoπερὶ ἀδοξίας φ. ἐστὶν ἡ αἰσχύνη Arist.Rh. 1384a23
; γίγνεται ἑκάστῳ φ. ὅτι τοιοῦτός [ἐστι] ib. 1371a9;ἡ κατὰ τὴν σύλληψιν φ. τῆς γυναικός Placit.5.12.2
, cf. Sor.1.39 (pl.); τὰ πρὸς τὴν φ. χρώματα colours as judged by the φ., apparent colours, Placit.1.15.8; φωτίζεσθαι πρὸς τὴν φ. ib.2.28.6.b in Aristotle, faculty of imagination, both presentative and representative, opp.αἴσθησις, [φ.] οὐκ ἔστιν αἴσθησις Arist.de An. 428a5
; opp. δόξα, because πίστις is absent, ib.22, 24; opp. ἐπιστήμη, νοῦς, διάνοια, οὐδὲ [φ.] τῶν ἀεὶ ἀληθευόντων οὐδεμία ἔσται, οἷον ἐπιστήμη ἢ νοῦς ib. 428a17; φ. ἕτερον καὶ αἰσθήσεως καὶ διανοίας· αὐτή τε οὐ γίγνεται ἄνευ αἰσθήσεως καὶ ἄνευ ταύτης οὐκ ἔστιν ὑπόληψις ib. 427b14;φ. γίνεται ἢ διὰ νοήσεως ἢ δι' αἰσθήσεως Id.MA 702a19
;ὀρεκτικὸν [τὸ ζῷον] οὐκ ἄνευ φ., φ. δὲ πᾶσα ἢ λογιστικὴ ἢ αἰσθητική Id.de An. 433b28
.c creative imagination,φ. σοφωτέρα μιμήσεως δημιουργός Philostr.VA6.19
.3 the use of imagery in literature,τεθορύβηται ταῖς φ. μᾶλλον ἢ δεδείνωται Longin.3.1
;ἡ ῥητορικὴ φ. Id.15.2
;ἀπὸ τοῦ ἀποδεικτικοῦ περιελκόμεθα εἰς τὸ κατὰ φαντασίαν ἐκπληκτικόν Id.15.11
;αἱ ποιητικαὶ φ. Plu.2.759c
;ἐς τὰς φ. τῶν λεγομένων τῷ σχήματι τοῦ σώματος συνεφέροντο App.Pun. 134
, cf. Hisp.26, Syr.40.4 prestige, reputation,μεγάλην ἐφείλκετο φ. ὡς μόνος εἰδὼς τί λέγει Plb.22.9.12
, cf. 24.7.2, 24.11.5, Fr. 233;ἐκ τοῦ τοὺς ἄλλους ἐλέγχειν φ. ἀπενέγκασθαι προαιρούμενος Hipparch.1.1.6
; parade, ostentation,ποιέειν μηδὲν περιέργως μηδὲ μετὰ φαντασίης Hp.Decent.7
, cf. Plb.15.25.22, 16.21.1, 31.26.6, Posidon.36 J., D.S.12.83, Vett.Val.38.26, al.;ἡ ἐφήμερος τῆς ἀρχῆς φ. Sopat.
ap. Stob.4.5.55;μετὰ πολλῆς φ. Act.Ap. 25.23
, cf. D.L.4.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαντασία
-
4 θορυβέω
θορυβέω, Geräusch machen, lärmen, bes. von dem verworrenen Lärmen großer Menschenmassen; Ar. Equ. 664; οἱ οἰκέται τῶν Μήδων, ἅτε τῶν δεσποτῶν ἀπεληλυϑότων, ἀνειμένως καὶ ἔπιον καὶ ἐϑορὺβουν Xen. Cyr. 4, 5, 8; Ar. Vesp. 622 ἢν γοῦν ἡμεῖς ϑορυβήσωμεν, πᾶς τίς φησι τῶν παριόντων, οἷον βροντᾷ τὸ δικαστήριον; bes. seinen Unwillen durch Murren u. Geschrei zu erkennen geben, καταγελῶσι καὶ ϑορυβοῦσι Plat. Prot. 319 c, μὴ ϑορυβεῖτε Apol. 21 a, ἐφ' οἷς ἂν λέγω 30 c; öfter bei den Rednern; πρός τινα, Thuc. 6, 61; selten Aeußerung des Beifalls, ταῦτ' εἰπόντος αὐτοῦ οὐκ ἐϑορύβησαν, ὃ ποιεῖν εἰώϑασι πᾶσι τοῖς χαριέντως διειλεγμένοις Isocr. 12, 264; ib. 233 ὁ λόγος ἐπῃνημένος καὶ τεϑορυβημένος, mit Beifall aufgenommen; Plat. Euthyd. 303 b ἐϑορύβησαν καὶ ἥσϑησαν. Durch Lärmen stören, übh. in Unordnung bringen, verwirren, außer Fassung bringen, ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν ϑορυβεῖ Soph. Ai. 164, im pass., wie Her. 4, 130; eine Schlachtordnung, Thuc. 3, 78; οἱ ϑορυβούμενοι, im Ggstz zu den εὐτάκτως καὶ σιωπῇ ἰόντες, Xen. Cyr. 5, 3, 55; ὄχλος ϑορυβούμενος Matth. 9, 23; μηδέ τις λόγος ἡμᾶς ϑορυβείτω Plat. Phaedr. 245 b; ἀγωνιῶντα καὶ τεϑορυβημένον ὑπὸ τῶν λεγομένων Lys. 210 e; ἐκπεπληγμένοι καὶ τεϑορυβημένοι ἦσαν Charm. 154 c; μηδὲν τὸ παράπαν δεδιότα μηδὲ ϑορυβούμενον στρατηγόν Legg. I, 640 b; Sp., ϑορυβηϑεὶς πρὸς ταῦτα Plut. Camill. 29.
-
5 διαθεσις
- εως ἥ1) расположение, размещение, построение, (рас)порядок(δ. λέγεται τοῦ ἔχοντος μέρη τάξις Arst.)
2) состояние (преимущ. преходящее)(τοῦ σώματος Arst. и περὴ τὰ σώματα Polyb.)
διαφέρει ἕξις διαθέσεως τῷ πολὺ χρονιώτερον εἶναι Arst. — органическое состояние отличается от преходящего значительно большей длительностью;ἄγνοια ἥ μέ κατ΄ ἀπόφασιν, ἀλλὰ κατὰ διάθεσιν Arst. — неведение не как отсутствие знания, а как ложное знание;παραστατικέν λαμβάνειν διάθεσιν Polyb. — приходить в состояние бешенства, выходить из себя3) душевное предрасположение, задатки, тж. характер, нрав или настроение(ἕξις ψυχῆς καὴ δ. Plat.; δ. ὑβριστική Arst.; ἀπαίδευτοι καὴ κακαὴ διαθέσεις Plut.)
4) устройство, организация, строй(τῆς πόλεως Plat., Arst.)
5) положение(οὐχ ὁμήρων ἔχειν διάθεσιν, ἀλλ΄ αἰχμαλώτων καὴ δούλων Polyb.)
6) выставление на продажу, продажа(τῶν περιόντων Isocr.; sc. τῆς λείας Plut.)
δ. εὔπορος Arst. — легкий сбыт;διάθεσιν οὐκ ἔχειν Plut. — не находить сбыта;διάθεσίν τινος δοῦναι πρὸς ξένους Plut. — разрешить продажу чего-л. за границу7) выставление напоказ:(ἥ) ἐκ τῶν Ἑλληνικῶν δ. Plut. картина на тему из греческой истории
8) убедительность, яркость(προφορὰ καὴ δ. τῶν λεγομένων Plut.)
μετ΄ αὐξήσεως καὴ διαθέσεως ἐξηγεῖσθαί τι Polyb. — излагать что-л. в сильно преувеличенном виде9) завещательное распоряжение, запись(τῶν τελευτᾶν μελλόντων Plat.)
10) грам. залог -
6 θόρυβος
θόρυβος, ὁ, Lärm, Geräusch, bes. das verworrene Durcheinanderschreien u. Lärmen einer großen Menschenmenge; συμμαχία ϑόρυβον μέγαν παραίϑυξε Pind. Ol. 11, 74; τίς αὖ ϑόρυβος ἵσταται βοῆς Soph. Phil. 1247; ϑορύβῳ τε πίσυνος καὶ ἀμαϑεῖ παῤῥησίᾳ Eur. Or. 905; ἐς ϑόρυβον ἦλϑον λευσϑῆναι I. A. 1349, d. i. in die Gefahr; καὶ ϑορύβου καὶ πατάγου χυτρείου Ar. Lys. 328; ἦν δὲ ϑόρυβος πολὺς καὶ ἐκπληκτικός Thuc. 8, 92; ἐκπληττόμενον ὑπὸ ϑορύβου τῶν πολλῶν Plat. Legg. II, 659 a, öfter; bes. mißbilligendes od. lobendes Geschrei, ὅταν ξὺν πολλῷ ϑορύβῳ τὰ μὲν ψέγωσι τῶν λεγομένων ἢ πραττομένων, τὰ δὲ ἐπαινῶσιν Rep. VI, 492 b; im Theater, Legg. IX, 876 b; εἰπὼν ταῦτα πολλοῖς ϑόρυβον παρέσχε καὶ ἔπαινον τῶν ἀκουόντων Prot. 339 d; Ar. Equ. 547 u. A.; im schlimmen Sinne, μεγάλοι ϑόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς ἐπὶ δυςκλείᾳ, böse Reden, Soph. Ai. 142. Auch = Verwirrung, Unruhe, καὶ ταραχή Plat. Polit. 273 a; Phaed. 66 d u. Sp.
-
7 παρακούω
A hear beside, esp. hear accidentally, hear talk of,Δημοκήδεος τὴν τέχνην Hdt.3.129
;ἀξίων λόγου πραγμάτων Pl.Ep. 339e
;παρακήκοα νῦν ὅτι τίκτει AP 5.74
(Rufin.).II eavesdrop, overhear from,δεσποτῶν ἅττ' ἂν λαλῶσι Ar.Ra. 750
;τι παρά τινος Pl. Euthd. 300d
; π. τινός overhear him, Luc.Merc.Cond.37 ;π. τὸν λόγον Ev.Marc.5.36
.III hear imperfectly or wrongly, misunderstand,ἀκούειν τι τοῦ λόγου, παρακούειν δέ Arist.EN 1149a26
, cf. Pl.Prt. 330e, Tht. 195a, Phld.Mus.p.102 K., Ceb.3, Luc.Anach.31; ἑκουσίως π. D.S.30.8.IV hear carelessly, take no heed of,τῆς παραγγειλάσης φύσεως Epicur.Fr. 200
;τῶν γραφομένων Plb.24.9.1
, cf. Luc.Salt.6, etc.;τῶν ἐντολῶν LXX To.3.4
;τῶν λεγομένων Plb.7.12.9
(butτὰ λεγόμενα LXX Es.3.3
).2 c. gen. pers., PHib.1.170 (iii B.C.), Plb.2.8.3,3.15.2, Ev.Matt.18.17:—[voice] Pass., to be disregarded, Plb.5.35.5;περί τινος Id.30.20.2
, prob. cj. in 23.3.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακούω
-
8 ἐνθυμέομαι
A- ήσομαι Lys.12.45
, later- ηθήσομαι Philostr.VS2.26.3
, Epict.Ench.21, etc.: [tense] aor.ἐνεθυμήθην Ar.Ra.40
, Th.2.62, Lys.31.27, etc.: [tense] pf.ἐντεθύμημαι Th.1.120
: [tense] plpf.ἐνετεθύμητο Lys.12.70
:—lay to heart, ponder, ; ;πρὸς ἐμαυτόν And.1.50
; ἐ. καὶ λογίζεσθαι freq. joined in D., as 1.21,al.b c. gen., ἐνθυμεῖσθαί τινος think much or deeply of,τοῦ θανόντος Semon.2
;τούτων οὐδὲν ἐ. Hermipp.41
;τῶν λεγομένων Antipho 5.6
;ὧν ἐνθυμηθέντες Th.1.42
, cf. Pl.Mx. 249c, X.Mem.1.1.17;τῶν προγόνων ἐ. ὅτι.. Lys.16.20
; alsoπερί τινος Pl.R. 595a
.c folld. by a relat., ἐ. ὅτι.. notice or consider that.., Ar.Nu. 820, Th.5.111, etc.; ὡς.. how.., Ar.Ra.40, X.Mem.4.3.3, etc.;εἰ.. Isoc.15.60
;μὴ.. Pl.Euthd. 279c
, Hp.Ma. 300d.d c. part., οὐκ ἐντεθύμηται ἐπαιρόμενος is not conscious that he is becoming excited, Th.1.120, cf.6.78, X.HG4.4.19.2 take to heart, be concerned or angry at, τι A.Eu. 222;ξυμφοράν Th.7.18
, cf. 5.32 (v. ἐνθυμίζομαι); εἰ μηδεὶς ὑμῶν μήτ' ἐνθυμεῖται μήτ' ὀργίζεται D. 4.43
: abs., to be concerned, Hp.Aër.22; = ἐνθύμιον ποιεῖσθαι, D.C. 57.4.3 form a plan,κράτιστος ἐνθυμηθῆναι Th.8.68
, cf. 2.60; take care, see to it,ἐ. ἵνα μηθεὶς ἀδικῇ PSI4.436.9
(iii B. C.).4 infer, conclude,τί οὖν ἐκ τούτων.. ἐνθυμεῖσθαι δεῖ; D.21.54
.II [voice] Act.,ἐνθυμέω Epich.99.4
, Aen.Tact.37.6 (s. v.l.); ἐνθυμέομαι, in pass. sense, to be in a person's thoughts, to be desired,κρατεῖν τῶν ἐνθυμουμένων App.BC5.133
: [tense] pf. (cf. 1.3), ;εὖ ἐντεθυμημένον Pl.Cra. 404a
(nisi leg. φιλοσόφου.. καὶ εὖ ἐντεθυμημένου).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνθυμέομαι
-
9 ἀκροάομαι
ἀκροάομαι ( fut. -άσομαι, ἀκροάσασϑαι, Plat. Ion. 530 d; perf. ἠκρόαμαι Arist. H. A. 4, 10; B. A. 98 ist aus Antiphan- ἠκροᾶσο statt ἠκροῶ angeführt), 1) hören, bes. aufmerksam anhören, τινός τι, z. B. τῶνδε τῶν σοφῶν οὐδὲν ἀκροᾷ Plat. Euthyd. 804 d; οἱ ἀκροώμενοι Ὁμήρου Rep. X, 605 c; Ἀσπασίας ἠκροώμην περαινούσης ἐπιτάφιὰν λόγον Menex. 236 a; mit dem gen. der Sache, τῆς ἀρχαιολογίας Hipp. mai. 285 d; τῶν λεγομένων Isocr. 14, 6; τούτους τοὺς λόγους Eryx. 403 d; im Heliasteneid, Dem. 24, 151 τοῦ τε κατηγόρου καὶ τοῦ ἀπολογουμένου ἀμφοῖν ὁμοίως ἀκροάσομαι. – 2) auf Etwas hören, achten, Thuc. 6, 17 λόγου; gehorchen, τινός, Plat. Gorg. 488 c; Thuc. 3, 27; ἀκροατέον. Ar. Av. 1228.
-
10 ἐπ-ακούω
ἐπ-ακούω (s. ἀκούω), hören auf Etwas, anhören; πάντ' ἐφορᾷ καὶ πάντ' ἐπακούει, vom Helios, er sieht und hört Alles, Il. 3, 277 Od. 11, 109; sprichwörtlich ὁπποῖόν κ' εἴπῃσϑα ἔπος, τοῖόν κ' ἐπακούσαις, welch ein Wort du sprichst, ein solches hörst du auch wohl, Il. 20, 250; absolut, Aesch. Ch. 714, wie Her. 9, 98; μήτις τῶν ἀμυήτων ἐπακούῃ Plat. Theaet. 155 e; τινός, z. B. βουλῆς Il. 2, 143; ἐμῶν μύϑων, ἐμοῦ, Soph. Phil. 1403 O. R. 708; σέϑεν Eur. Tr. 177; βουλευμάτων Her. 5, 106; τῶν λεγομένων Plat. Prot. 315 a; verstehen, Plut. Flam. 10; Luc. salt. 64; ἀκούειν δοκοῠσί τινων διαλεγομένων αὐτοῖς ὧν ἡμεῖς οὐκ ἐπακούομεν Sext. Emp. Pyrrh. 2, 52; – worauf hören, gehorchen, τινός, Hes. O. 277; τινί, Her. 4, 141; vgl. Plat. Soph. 227 c; – εὐχῶν, erhören, Luc. Tim. 34.
-
11 τυγχανω
(fut. τεύξομαι, aor. 1 ἐτύχησα, aor. 2 ἔτῠχον - эп. τύχον, pf. τετύχηκα - поздн. τέτευχα; ион. 3 л. sing. ppf. ἐτετεύχεε)1) попадать (в цель), поражать(τινά, τι и κατά τι Hom., чаще τινός Hom., Pind., Xen.)
ὀρθότατα τοῦ σκοποῦ τ. Plat. — точно попадать в цель;ἤμβροτες, οὐδ΄ ἔτυχες Hom. — ты промахнулся, не попал;εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω Soph. — если я ошибаюсь;οὐ πάνυ ἔτυχες οὗ λέγω Plat. — ты не вполне угадал смысл моих слов2) попадать, оказываться; очутитьсяτύχε ἀμάθοιο Hom. — (падая), он угодил в песок
3) (случайно) встречать(ся), попадатьсяτ. φιλότητος παρά τινος Hom. — встречать любезный прием у кого-л.;πάντων τῶν χαλεπωτάτων τ. Xen. — наталкиваться на всевозможные трудности;εἰ τῆς τύχης εὐδαίμονος τύχοιτε Eur. — если вы встретитесь со счастливой судьбой, т.е. если счастье будет вам благоприятствовать4) находить, заставатьὁποίων τινῶν ἡμῶν ἔτυχον Xen. — (спросите их), что нашли они у нас, т.е. как мы обошлись с ними
5) получать, достигатьτυχεῖν τινος οἰκητοῦ Soph. — дать приют кому-л.;
θεῶν τυχεῖν Eur. — заручиться поддержкой богов;τ. τί τινος Xen. — получать что-л. у кого-л.;νόστοιο τυχεῖν παρά τινος Hom. — дождаться благодаря кому-л. возвращения;τεύξει τάχα Soph. — ты вскоре добьешься (своего);ἐπαίνου ἔκ τινος τυχεῖν Soph. — заслужить чью-л. похвалу;τραυμάτων εἰ τόσων ἐτύγχανεν Aesch. — если он получил столько ран;ἀληθείας τυχεῖν Plat. — постичь истину;τῆς τελευτῆς τυχεῖν Xen. — найти свою гибель;τ. δίκης τε καὴ τιμωρίας Plat. — подвергаться судебному преследованию и наказанию6) иметь удачу, преуспеватьοὐκ ἐτύχησεν ἑλίξας Hom. — он неудачно повернул (колесницу);
καὴ ἄγαν εἰ τύχοιμεν Thuc. — даже если нам очень повезет;ὅ μέ τυχὼν γνώμης Thuc. — тот, чье мнение отвергнуто;τῆς ἑκάστου βουλήσεως τυχεῖν Thuc. — угодить желанию каждого;τὸ τυχεῖν Pind. — удача, успех7) выпадать на долю8) случаться, приключатьсяὅς κε τύχη Hom. — как у кого выйдет (получится);
τ. καλῶς Aesch. — удачно складываться;ἄλγη ἐν Ἀτρέως δόμοις τυχόντα Aesch. — несчастья, случившиеся в доме Атрея;εἴ τι τυγχάνει τινί Eur. — если что-л. (дурное) приключится с кем-л.;πρὸς τὸ τυγχάνον и πρὸς τὰ τυγχάνοντα νῦν Eur. — при данных обстоятельствах;ὅπως (ὡς) ἔτυχε Thuc., Xen., Polyb. — как пришлось, как-нибудь;ὅταν τύχῃ Thuc., Xen. — если придется, при случае;τὰ τυχόντα Polyb., Luc. — случайные, т.е. незначительные обстоятельства;οἱ τυχόντες (ἄνθρωποι) Xen., Dem. — первые встречные, т.е. рядовые люди;ὅπου ἂν τύχῃ τῶν λεγομένων Plat. — в любом месте речи;οὐχ ὧν ἔτυχεν ἦν Dem. — (это дело) было не из обычных;τυχόν Xen. etc. — возможно, пожалуй;τυχὸν καὴ ἕτερόν τι προσαπολαύσῃς Plat. — а может быть тебе и еще кое-что попадет;τυχὸν ἴσως εἴποι τις ἄν Polyb. — кто-нибудь, пожалуй, скажет9) (в качестве вспомогательного глагола с причастием другого глагола, - причастие ὤν часто опускается, - действие второго глагола приобретает оттенок случайности, совпадения и т.п.)τὰ νοέων τυγχάνω Her. — то, что я как раз теперь думаю;
τυγχάνει καθεύδων Arph. — в данный момент он спит;τύγχανε εὖ βουλευόμενος Her. — постарайся хорошо обдумать (положение);ἔτυχον καθήμενος ἐνταῦθα Plat. — случилось (вышло) так, что я там сидел;παρὼν ἐτύγχανε Xen. — он как раз присутствовал;ἐτύγχανον λέγων Xen. — тогда (по этому поводу) я сказал10) иногда быть, пребывать, находитьсяὃν πέρι πέτρη τετύχηκε Hom. — (порт), вокруг которого протянулась скала;
ἔνδον ἁνέρ ἄρτι τυγχάνει Soph. — теперь он как раз у себя;ἀνεπαύοντο ὅπου ἐτύγχανεν ἕκαστος Xen. — они расположились на отдых вповалку ( точнее где кто находился);ἡμᾶς δὲ ποῦ χρέ τηνικαῦτα τ. ; Eur. — где же нам тем временем быть?;διασαφῆσαι τί ποτε τυγχάνει τὸ δηλούμενον ὑπὸ τοῦ λόγου Arst. — разъяснить, что же такое есть выражаемое определением -
12 κριτής
Aκριτή Hippon.118
: ([etym.] κρίνω):—judge, umpire, A.Supp. 397, Hdt.3.160, etc.;ἐν πέντε κριτῶν γούνασι κεῖται Epich.229
; κ. τῶν ἀληθῶν, opp. δοξαστής, Antipho 5.94; κριταὶ ἀπὸ τοῦ ἴσου, opp. ἀγωνισταί, Th.3.37;τῶν.. λεγομένων μὴ κακοὺς κ. Id.1.120
;κ. περί τινος Lys.16.21
, Pl.Phlb. 65a; at Athens, usu. of the judges in the poetic contests, Ar.Ach. 1224, Nu. 1115, Av. 445, cf. And.4.21; rarely, = δικαστής, Demad.3: so metaph. in Aeschin.3.232; πάντα τὰ στοιχεῖα κριτὴν εἴληφε, i. e. each element has found favour with some philosopher, Arist.de An. 405b8, cf. Pol. 1337a42; of the Judges of Israel, LXX Jd.2.16, al.; κ. δοθείς, = Lat. judex datus, POxy.1195.1 (ii A. D.); ἐπίλεκτος κ., = judex selectus, OGI567.10 (Attalia, ii A. D.).2 κ. ἐνυπνίων interpreter of dreams, A.Pers. 226.II κριτάς· ὀδόντας, Hsch.; cf. κραντήρ. -
13 οὖς
οὖς (nom. sg. freq. in IGIl(2).161 B126, al. (Delos, iii B. C.), v. sub fin.), τό, gen. ὠτός, dat. ὠτί: pl. nom. ὦτα, gen. ὤτων, dat. ὠσί ( ὤτοις condemned by Phryn.186):—Hom. has only acc. sg. and dat. pl. (v. infr.); the other cases he forms as if from οὖας (which is found in Simon.37.14), gen. οὔατος, pl. nom. and acc. οὔατα (also in Epich.21, Hp.Cord.8,al., SIG1025.62 (Cos, iv/iii B. C.)), dat.Aοὔασι Il.12.442
(ὠσίν Od.12.200
): Hellenistic nom. sg. [full] ὦς PPetr.3p.33 (iii B. C.), PGrenf.1.12.29, 2.15 ii I (ii B. C.), IG7.3498.19 (Oropus, ii B. C.), Roussel Cultes Egyptiens 217 (Delos, ii B. C.), PStrassb.87.14 (ii B. C.): also [dialect] Dor. [full] ὦς Theoc.11.32; pl. ὤϝαθ' cj. for ὦτά θ' in Alcm.41:— ear,Ἄντιφον αὖ παρὰ οὖς ἔλασε ξίφει Il.11.109
; [κηρὸν] ἐπ' ὠσὶν ἄλειψ' Od.
l.c.; αἲ γὰρ δή μοι ἀπ' οὔατος ὧδε γένοιτο oh may I never hear of such a thing! Il.18.272;αἲ γὰρ ἀπ' οὔατος εἴη 22.454
;ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει 10.535
; ὀρθὰ ἱστάναι τὰ ὦτα, of horses, Hdt.4.129, cf. S.El.27, etc.;ἐν τοῖσι ὠσὶ.. οἰκέει ὁ θυμός Hdt.7.39
, cf.1.8; βοᾷ ἐν ὠσὶ κέλαδος rings in the ear, A.Pers. 605;φθόγγος βάλλει δι' ὤτων S.Ant. 1188
, cf. A.Ch.56 (lyr.); (lyr.); ὀξὺν δι' ὤτων κέλαδον ἐνσείσας ib. 737, cf. OT 1387;δι' ὤτων ἦν λόγος E.Med. 1139
, cf. Rh. 294, 566; soἁμῖν τοῦτο δι' ὠτὸς ἔγεντο Theoc.14.27
; (anap.);εἰς οὖς ἑκάστῳ.. ηὔδα λόγους E.Andr. 1091
, cf. Hipp. 932;προσκύψας μοι μικρὸν πρὸς τὸ οὖς Pl.Euthd. 275e
; ἐπ' (ἐς cj. Dawes)οὔατα λάθριος εἶπεν Call.Ap. 105
; reversely, παρέχειν τὰ ὦτα to lend the ears, i. e. to attend, Pl.Cra. 396d, etc.; soἐπισχέσθαι τὰ ὦτα Id.Smp. 216a
;παραβάλλειν Id.R. 531a
, cf. Call.Fr. anon. 375;τὰ ὦτα ἐξεπετάννυτο Ar.Eq. 1347
;ὦτα χορηγεῖν Plu.2.232f
; ἀποκλείειν τὰ ὦτα ib.143f; οἱ ὦτα ἔχοντες those who have ears to hear, ib. 1113c: metaph., of spies in Persia, X.Cyr.8.2.10sq., Luc.Ind.23, cf. Arist.Pol. 1287b30;τὸ τῶν λεγομένων ὤτων καὶ προσαγωγέων γένος Plu.2.522f
; τὰ ὦτα ἐπὶ τῶν ὤμων ἔχοντες, of persons who slink away ashamed (hanging their ears like dogs), Pl.R. 613c: prov., v. λύκος; τεθλασμένος οὔατα πυγμαῖς, of a boxer, Theoc.22.45 (cf. ὠτοκάταξις) ; ἐπ' ἀμφότερα τὰ ὦτα καθεύδειν sleep soundly, Aeschin. Socr.54 D.1 handle, esp. of pitchers, cups, etc.,οὔατα δ' αὐτοῦ τέσσαρ' ἔσαν Il.11.633
, cf. 18.378, Bion ap. Plu.2.536a, IG11(2).161 B126 (Delos, iii B. C.), Hero Spir.2.23, Dsc.5.87; [ποτήριον] ὦτα συντεθλασμένον Alex.270.3
.2 in Archit., = παρωτίς 4, IG12.372.201, cf. 319.6.3 οὖς Ἀφροδίτης, a kind of shell-fish, Antig.Car. ap. Ath.3.88a; οὖς θαλάττιον, = ἀγρία λεπάς, Arist.HA 529b16.4 τὰ ὦτα (οὔατα Hp.
) τῆς καρδίας the auricles of the heart, Hp.Cord.8, Gal.UP6.15, cf. 2.615K. -
14 σοφός
A skilled in any handicraft or art, clever, ἁρματηλάτας ς. Pi.P.5.115, cf. N.7.17;κυβερνήτης A.Supp. 770
; ;οἰωνοθέτας S.OT 484
(lyr.); of a sculptor, E.Fr. 372; even of hedgers and ditchers, Margites Fr.2; but in this sense mostly of poets and musicians, Pi.O.1.9, P.1.42, 3.113; ἐν κιθάρᾳ ς. E.IT 1238 (lyr.), cf. Ar.Ra. 896 (lyr.), etc.; τὴν τέχνην -ώτερος ib. 766; ; γλώσσῃ ς. S.Fr.88.10;σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ, μαθόντες δὲ λάβροι Pi.O.2.86
.2 clever in practical matters, wise, prudent, ὁ χρήσιμ' εἰδώς, οὐχ ὁ πόλλ' εἰδώς, ς. A.Fr. 390; esp. statesmanlike, in which sense the seven Sages were so called, Dicaearch. ap.D.L.1.40: hence, shrewd, worldly-wise, Thgn.120, Pi.I.2.12, Hdt. 3.85;σ. ἄνδρες εἰσὶ Θεσσαλοὶ Id.7.130
;σ. παλαιστὴς.., ἀλλὰ χαἱ χαἱ σοφαὶ γνῶμαι.. ἐμποδίζονται S.Ph. 431
, cf. 440, Aj. 1374; πολλὰ ς. A.Ag. 1295; ἃ δεῖ ς. E.Ba. 655 sq.;τῶν λεγομένων πονηρῶν μέν, σοφῶν δέ Pl. R. 519a
: alsoσοφαὶ πραπίδες Pi.O.11(10).10
; : even of animals, X.Cyn.3.7 ([comp] Comp.), 6.13 ([comp] Sup.);σ. πειθώ Pi.P.9.39
codd. ( σοφοῖς Bgk.); : τὸ ς. my little trick, Pl.R. 502d; your clever notion, Id.Euthd. 293d; τἀπ' ἐμοῦ σοφά, δάκρυα my tears, all the resources that I have, E.IA 1214; εἰ δίκαια, τῶν σοφῶν κρείσσω τάδε better than all craft, S.Ph. 1246; σοφόν [ἐστι] c. inf., E. Hec. 228.b more generally, learned, wise,τὸ μὲν σ. [αὐτὸν] καλεῖν ἔμοιγε μέγα εἶναι δοκεῖ καὶ θεῷ μόνῳ πρέπειν Pl.Phdr. 278d
, cf. 279c, Prt. 329e, Ap. 21a ([comp] Comp.), 22c ([comp] Sup.); opp. ἀμαθής, ib. 25d ([comp] Comp.); of sophists, ib. 20a, Prt. 309d, X.Mem.2.1.21, etc.; universally and ideally wise,ὁ σ., τουτέστιν ὁ τὴν τοῦ ἀληθοῦς ἐπιστήμην ἔχων Chrysipp.Stoic.2.42
, cf. 3.167, al.: later σοφώτατος as a title, esp. of lawyers or professors, PIand.16.4 (v/vi A.D.), POxy.126.6 (vi A.D.).3 subtle, ingenious, opp. ἀμαθής ( 1445 ) and σαφής, Ar.Ra. 1434 (Adv.);σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές E.Or. 397
; τὸ σοφὸν οὐ σοφία wisdom overmuch is no wisdom, Id.Ba. 395 (lyr.); τί οὖν ἦν τοῦτο; οὐδὲν ποικίλον οὐδὲ σοφόν nothing curious or recondite, D.9.37.—For the senses of ς., v. Arist.EN 1141a10.—mostly abs., but c. acc. rei, E.Ba. 655, Pl.Phlb. 17c, etc.; also ἐν οἰωνοῖς, κιθάρᾳ, E. IT 662, 1238 (lyr.); ([comp] Sup.); περί τι or τινος, Pl.Smp. 203a, Ap. 19c: rarely c. gen.,σοφὸς κακῶν A.Supp. 453
: also c. inf., πῶς δῆτ' ἔγωγ' ἂν.. Διὸς γενοίμην εὖ φρονεῖν σοφώτερος; S.Fr.524.7.II of things, cleverly devised, wise,νόμος Hdt.1.196
([comp] Sup.); νοήματα, ἔπεα, Pi.O.7.72 ([comp] Sup.), P.4.138, etc.; ; ; πάντα προσφέρων σοφά all wise sayings, Id.Fr. 763, cf. Ph. 1245; ; ;σ. φυγή Id.Supp. 151
; οὐδὲν σοφὸν εἶναι shows no great wisdom, Arist.EN 1137a10.III Adv. σοφῶς cleverly, wisely, etc., first (?) in S.(?)Fr. 1122; then in E.Alc. 699, Ba. 1271 codd., Heracl. 558, Ar.Ra. 1434, etc.: [comp] Comp. : [comp] Sup. , Ar.Nu. 522:— σοφῶς, as an exclamation of applause, Plu.2.45f, Mart.3.46.8, etc. (Not in [dialect] Ep., exc. in Margites l.c. and as ancient v.l. (Eust.1023.14 ) in Il.23.712; but v. σοφία, σοφίζομαι.) -
15 κύρωσις
κύρωσις, ἡ, Bestätigung, Bekräftigung; κ. μὲν οὐδεμία ἐγίγνετο Thuc. 6, 103; πᾶσα ἡ πρᾶξις καὶ ἡ κύρωσις, Ausführung, διὰ λόγων ἐστίν Plat. Gorg. 450 b; öfters bei Sp., wie Ios., ἐπὶ κυρώσει τῶν λεγομένων.
-
16 οὖς
οὖς, τό, aus οὖας zsgz. u. dah. im gen. ὠτός, ὦτα, ὤτων, dat. plur. statt ὠσίν bei Sp. auch ὤτοις, vgl. Lob. Phryn. 211, – das Ohr, auris, bei den Lacedämoniern u. Kretern αὖς, αὐτός, lautend; Hom. hat von dieser Form nur den acc. sing. οὖς, Il. 11, 109. 20, 473, u. den dat. plur. ὠσίν, Od. 12, 200; ἐν ὠσὶ νωμῶν καὶ φρεσίν, Aesch. Spt. 25, wie δι' ὤτων φρενός τε δαμίας περαῖνον Ch. 54; βοᾷ δ' ἐν ώσὶ κέλαδος, Pers. 597; τοῦτο διαμπερὲς οὖς ἵκετ' ἅπερ τε βέλος, Ch. 374; ὀρϑὸν οὖς ἵστησιν, Soph. El. 27, vom Pferde, die Ohren spitzen (vgl. Luc. Tim. 23 u. a. Sp., ἑστῶσιν ὠσίν τι ἀκοῦσαι, Aristid.); τυφλὸς τά τ' ὦτα τόν τε νοῦν τά τ' ὄμματ' εἶ, O. R. 371; καί με φϑόγγος οἰκείου κακοῠ βάλλει δι' ὤτων, Ant. 1173, öfter, wie Eur. u. sp. D., χ' ἁμῖν τοῦτο δι' ὠτὸς ἔγεντο Theocr. 14, 27; Her. gew. im plur., 1, 8. 4, 29. 7, 39; προςκύψας μοι σμικρὸν πρὸς τὸ οὖς, Plat. Euthvd. 275 a; παρεῖχον τὰ ὦτα, Crat. 396 d, u. öfter in ähnl. Vrbdgn, sein Ohr leihen; ἐπισχόμενος τὰ ὦτα, Conv. 216 a u. öfter, u. Folgende; λόγους ψιϑοροὺς πλάσσων εἰς ὦτα φέρει πᾶσιν Ὀδυσσεύς, Soph. Aj. 149, wie auch wir sagen »ins Ohr flüstern«, heimlich; so Sp., wie Plut. – Uebertr. wie ὀφϑαλμός, ὦτα καὶ ὀφϑαλμοὶ πολλοὶ βασιλέως, Luc. adv. ind. 23, von den Dienern des Königs; vgl. Schol. Ar. Ach. 92; Plut. de curiosit. 16 τὸ τῶν λεγομένων ὤτων καὶ προςαγω γέων γένος. – An Gefäßen, wie Bechern und Krügen, der Henkel, Handgriff, Ath. XI, 474 d, Plut. u. a. Sp.; – οὖς Ἀφροδίτης hieß eine Muschelart, Ath. III, 88 d.
-
17 ἀ-βούλητος
ἀ-βούλητος, unfreiwillig, neben ἀκούσιον dem βουλητόν u. ἑκούσιον entgegengesetzt Plat. Leaa. V, 733 d; oft bei Plut. (opp. προαίρετος); auch vom menschlichen Willen unabhängig, zufällig, ἀβ. καὶ τυχηρά Plut. ad. et am. 9. – Bei Sρ gew. unerwünscht, unerfreulich, πράγματα ἀβ., res adversae; ἄν τι γένηται τῶν λεγομένων ἀβουλήτων Enict. 3, 24, 104. – Adv., ὑπ' ὀργῆς ἀβουλήτως γιγνόμενον Plut. Hymp. 2, 4, 4.
-
18 ὅπου
ὅπου, ion. ὅκου, correl. zu ποῦ, relativ u. indirect fragend, wo; Od. 3, 16 ( ὅϑι που, wo etwa, 19, 411); σιγᾶν ϑ' ὅπου δεῖ καὶ λέγειν τὰ καίρια, Aesch. Ch. 575, vgl. Eum. 267; ὅπου δώματ' ἐστὶν Οἰδίπου, Soph. O. R. 924, öfter; Plat. Gorg. 507 b u. sonst; – c. opt. in indirecter Rede; Soph. O. C. 12; εἰςάπαξ εἰπεῖν, ὅπου μηδεὶς ἐῴη, auch wenn keiner es erlaubte, wie ubi, Phil. 441; – mit ἄν und conj., in Beziehung auf die Gegenwart, ὅπου ἂν οἴηται ὄψεσϑαι τὸν ἔχοντα τὸ κάλλος, überall wo er meint, Plat. Phaedr. 251 e; – auch c. gen., τῆς ἑωυτοῦ χώρης οἰκῆσαι ὅκου βούλονται, Her. 1, 163; μὴ εἰδέναι ὅπου γῆς ἐστι, Plat. Rep. III, 403 e; ὅπου τῆς πόλεως ἵδρυται, IV, 429 a; ὅπου ἂν τύχῃ τῶν λεγομένων, Prot. 342 e. – Auch bei τίϑημι, vgl. ponere in loco, ὅπου ἄν τις αὐτὰ ϑῇ, Plat. Euthyphr. 11 c, vgl. ibd. ὅπου ἂν ἱδρυσώμεϑα αὐτόν; Soph. vrbdt auch κεῖνος ὅπου βέβηκεν, οὐδεὶς οἶδε, Trach. 40 (vgl. βαίνω). – Selten ist es causal zu nehmen, εἴπερ εἶδες τόπερ ἐγώ, κάρτα ἂν ἐϑωΰμαζες, ὅκου νῦν οὕτω τυγχάνεις ϑώϋμα ποιεύμενος, da du jetzt schon, Her. 1, 68; so ὅπου γε Xen. Cyr. 2, 3, 11. 8, 4, 31; vgl. Antiph. 1, 7; Sp., wie Plut. Rom. 25. – Ἔσϑ' ὅπου, es ist wo, es giebt Gegenden wo, d. i. hier u. da, an manchen Orten, alicubi, Eur. I. A. 929; οὐκ ἔσϑ' ὅπου, in keinem Falle, Soph. O. R. 448 Ai. 1048. 1082; Eur. Herc. Fur. 186, niemals; – ὅπου μέν – ὅπου δέ, hier – dort, Plut. Def. or. 32; S. Emp. oft.
-
19 ακροαομαι
(ᾱο)1) (внимательно) слушатьἀ. τινος Plat. — слушать кого-л.;
δεόμεθ΄ ὑμῶν μετ΄ εὐνοίας ἀκροάσασθαι τῶν λεγομένων Isocr. — мы просим вас благосклонно выслушать наши слова;οὗ Κικέρων ἠκροᾶτο Plut. — (Аполлоний), слушателем которого был Цицерон2) слушаться, повиноваться(τινος Thuc., Plat.)
-
20 ανθομολογεομαι
1) взаимно соглашаться, приходить к соглашению(πρός τινα Dem., Polyb. и τινι Polyb.)
2) открыто признавать(πρὸς οὐδὲν τῶν λεγομένων Polyb.; τὰς ἀρετάς τινος Diod.)
3) публично выражать(χάριν Plut.)
4) воздавать благодарность(τῷ θεῷ NT.)
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek